- πνευμονόκοκκος
- ο, Νβλ. πνευμονιόκοκκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευμονόκοκκος — πνευμονόκοκκος, ο και πνευμονοβακτήριο, το μικρόβιο των πνευμόνων που γίνεται παθογόνο σε μερικές περιπτώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά … Dictionary of Greek
διπλόκοκκος — (diplococcus). Μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, του οποίου τα στοιχεία συνδυάζονται ανά δύο (π.χ. δ. της πνευμονίας ή πνευμονόκοκκος, δ. της βλεννόρροιας ή γονόκοκκος, δ. της εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας ή μηνιγγιτιδόκοκκος κ.ά.). Ο συνδυασμός… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
πνευμονιόκοκκος — και πνευμονόκοκκος, ο, Ν ιατρ. γενική ονομασία ομάδας παθογόνων βακτηρίων, ο συχνότερος παθογόνος παράγοντας τής πνευμονίας, γνωστός με την επιστημονική ονομασία Streptococcus pneumoniae … Dictionary of Greek